- αδρομία
- η [άδρομος]1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άδρομος — η, ο (Α ἄδρομος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρόμους ή έχει ανεπαρκείς και σε κακή κατάσταση δρόμους («άδρομο φαράγγι») 2. άτοπος, άπρεπος αρχ. (για άλογα) αυτός που δεν καλπάζει, που δεν τρέχει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δρόμος.… … Dictionary of Greek